αιθυλίωση

αιθυλίωση
Χημική αντίδραση στην οργανική χημεία με την οποία επιτυγχάνεται η εισαγωγή (με αντικατάσταση ή όχι) της ρίζας του αιθυλίου στο μόριο μιας χημικής ένωσης. Η α. γίνεται συνήθως με αιθυλοαλογονίδια που δίνουν αντιδράσεις αντικατάστασης της μορφής: C2H5X + ΑΒ → C2H5A + ΒΧ όπου Χ το αλογόνο και ΑΒ το μόριο της χημικής ένωσης όπου γίνεται η εισαγωγή του αιθυλίου. Η α. χρησιμοποιείται για την παρασκευή αλκοολών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”